- επαύλιον
- ἐπαύλιον, το (Α) [έπαυλις]1. μικρή έπαυλη2. (το ουδ. πληθ. ή το θηλ. εν. ως ουσ.) τὰ ἐπαύλια ή ἡ ἐπαυλίαα) η επόμενη ημέρα τού γάμουβ) τα δώρα που προσέφεραν οι συγγενείς τής νύφης την επόμενη ημέρα τού γάμου.
Dictionary of Greek. 2013.